- οἰστρογενέτωρ
- οἰστρογενέτωρcreator of frenzymasc nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
οιστρογενέτωρ — οἰστρογενέτωρ, ορος, ὁ (Α) (για τον Έρωτα) αυτός που προκαλεί μανία, παραφροσύνη. [ΕΤΥΜΟΛ. < οἶστρος + γενέτωρ] … Dictionary of Greek
οίστρος — ο (ΑΜ οἶστρος) 1. μεγάλη μύγα, κυκλόρραφο έντομο, που σύμφωνα με τη σημερινή επιστημονική ταξινόμηση αποτελεί γένος τής οικογένειας οίστρίδες και τού οποίου οι προνύμφες που εισδύουν στα διάφορα όργανα τών κατοικίδιων ζώων προκαλούν τις μυιάσεις… … Dictionary of Greek